καλόχυμος

καλόχυμος
-η, -ο
1. αυτός που έχει άφθονο χυμό, χυμώδης, ζουμερός
2. αυτός που έχει γλυκό χυμό, ο εύγευστος
3. (για πρόσ.) αυτός που έχει καλούς χυμούς, που δεν πάσχει από ερεθισμούς ή ελκώσεις τού δέρματος, που τα επιπόλαια τραύματά του επουλώνονται και θεραπεύονται γρήγορα και εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + -χυμος (< χυμός), πρβλ. γλυκό-χυμος, πικρό-χυμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”